- συνεισκρινω
- συνεισκρίνωσυν-εισκρίνω(ρῑ) одновременно выделять
(τέν ὀδμήν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τέν ὀδμήν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεισκρίνω — ΜΑ συνεισάγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσκρίνω «εισάγω, ενεργώ ώστε να μπεί κάτι μέσα»] … Dictionary of Greek
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek